- ὑπουργίαις
- ὑπουργίαservice renderedfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεισποιώ — έω, Α 1. έλκω συγχρόνως προς το μέρος μου 2. δέχομαι να μετάσχει κάποιος σε κάτι («ταῑς ὑπουργίαις καὶ χάρισι συνεισποιεῑν... τὸν ἀδελφόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσποιῶ «εισάγω, παρασύρω»] … Dictionary of Greek